αντίξοος

αντίξοος
-η, -ο (Α ἀντίξοος, -οον κ. ἀντίξους, -ουν)
ενάντιος, αντίθετος, εχθρικός
νεοελλ.
φρ. «αντίξοες περιστάσεις» — δυσκολίες, αναποδιές
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίξοον
η αντίθετη πλευρά
2. φρ. «δοῡρα ἀντίξοα» — πελεκημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εφαρμόζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + -ξοος < ξέω «λειαίνω, ομαλύνω, λαξεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀντίξοος — opposed to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίξοος — η, ο δυσμενής, ανάποδος: Αντιμετωπίσαμε κι εμείς στη ζωή μας αντίξοες περιστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιξόω — ἀντίξοος opposed to masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀντίξοος opposed to masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίξοον — ἀντίξοος opposed to masc/fem acc sg ἀντίξοος opposed to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίξουν — ἀντίξοος opposed to masc/fem acc sg ἀντίξοος opposed to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίξους — ἀντίξοος opposed to masc/fem nom pl ἀντίξοος opposed to masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιξόου — ἀντίξοος opposed to masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιξόους — ἀντίξοος opposed to masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιξόων — ἀντίξοος opposed to masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιξόως — ἀντίξοος opposed to masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”